- γεραρῶν
- γεραίρωhonourfut part act masc nom sg (attic epic doric)γεραρόςof reverend bearingfem gen plγεραρόςof reverend bearingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αβιμέλεχ — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του κριτή Γεδεών. Έγινε αρχηγός του Ισραήλ αφού σκότωσε τους 69 από τους 70 αδελφούς του. Τραυματίστηκε θανάσιμα στην πολιορκία των Θηβών από ογκώδη πέτρα που του έριξε στο κεφάλι κάποια γυναίκα από τους… … Dictionary of Greek
ГЕРАР — [евр. , ; греч. Γέραρα], г. на юге Ханаана, к западу от пустыни Негев (Быт 10. 19), расположенный на пути в Египет, «между Кадесом и Суром» (Быт 20. 1). С севера Г. граничил с Вирсавией и Газой (Быт 10. 19; 26. 1 2; 2 Пар 14. 12 13). Упоминание о … Православная энциклопедия